Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατ' αναλογία < (καθαρεύουσα) κατ' ἀναλογίαν → δείτε τις λέξεις κατά και αναλογία

  Έκφραση επεξεργασία

κατ' αναλογία (ή λογιότερο κατ' αναλογίαν)

  1. αναλογικά, ανάλογα, σε ανάλογα ποσοστά, μέρη
  2. (νομικός όρος)
    Αντισυνταγματικές οι κατ' αναλογία προσλήψεις εκπαιδευτικών, 60% από ανέργους και 40% από αναπληρωτές με πείρα -με το σκεφτικό ότι ο αναλογικός διορισμός αντιτίθεται στις Συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας.
  3. δηλώνει ομοιότητα, μίμηση, κατά παρόμοιο τρόπο, ακολουθώντας κάτι ανάλογο, ταιριάζοντας με
    Η φράση ντυμένος στην πένα μάλλον σχηματίστηκε κατ' αναλογία προς τη φράση ντυμένος στην τρίχα

  Μεταφράσεις επεξεργασία