Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κασκαβάλι τα κασκαβάλια
      γενική του κασκαβαλιού των κασκαβαλιών
    αιτιατική το κασκαβάλι τα κασκαβάλια
     κλητική κασκαβάλι κασκαβάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τυρί κασκαβάλι κρεμασμένο προς ωρίμανση

  Ετυμολογία επεξεργασία

κασκαβάλι < τουρκική kaşkaval[1] < οθωμανική τουρκική قاشقوال < ιταλική caciocavallo < cacio (τυρί) + cavallo (άλογο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.skaˈva.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐σκα‐βά‐λι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κασκαβάλι ουδέτερο

  1. (τυρί) είδος κίτρινου τυριού, είδος κασεριού
  2. (ναυτικός όρος) εφηλίδα
  3. (ναυτικός όρος) σχαστήριο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. κασκαβάλιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)