Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρτοτηλέφωνο τα καρτοτηλέφωνα
      γενική του καρτοτηλεφώνου
καρτοτηλέφωνου
των καρτοτηλεφώνων
    αιτιατική το καρτοτηλέφωνο τα καρτοτηλέφωνα
     κλητική καρτοτηλέφωνο καρτοτηλέφωνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρτοτηλέφωνο < κάρτα + -ο- + τηλέφωνο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cardphone

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρτοτηλέφωνο ουδέτερο

  1. (νεολογισμός) τηλεφωνική συσκευή τοποθετημένη συνήθως σε δημόσιους χώρους, η οποία λειτουργεί με τη χρήση και χρέωση προπληρωμένης κάρτας
  2. είδος τηλεφωνικής σύνδεσης της κινητής τηλεφωνίας που λειτουργεί με προπληρωμένη χρέωση και όχι με σύνδεση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία