καρτοκινητός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρτοκινητός < (νεολογισμός) αρχής 21ου αιώνα κάρτ(α)+ -ο- + κινητός
Επίθετο επεξεργασία
καρτοκινητός, -η, -ο
- που συνδέεται με το είδος της ασύρματης τηλεφωνίας στην οποία χρησιμοποιείται προπληρωμένη κάρτα
- ↪ καρτοκινητή τηλεφωνία
- ※ Καρτοκινητός πόλεμος (ΤΑ ΝΕΑ, 17/2/2022, [1])
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρτοκινητός
|