καρουζέλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρουζέλ < γαλλική carrousel < ιταλική carosello < λατινική carrus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kr̥s-o- < *k̑ers- (τρέχω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρουζέλ ουδέτερο άκλιτο
- κυκλική περιστρεφόμενη κατασκευή με θέσεις που έχουν μορφή ζώου (π.χ. αλογάκι). Τοποθετούνται σε λούνα παρκ ή πανηγύρια, προς τέρψη και διασκέδαση μικρών παιδιών.
- μηχανισμός κυλιόμενης παραλαβής αποσκευών στα αεροδρόμια
Δείτε επίσης επεξεργασία
- καρουζέλ στη Βικιπαίδεια