Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η καρικατουρίστας οι καρικατουρίστες
      γενική του/της καρικατουρίστα των καρικατουριστών
    αιτιατική τον/την καρικατουρίστα τους/τις καρικατουρίστες
     κλητική καρικατουρίστα καρικατουρίστες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρικατουρίστας < ιταλική caricaturista +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρικατουρίστας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία