Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καρεκλάδικου

  1. κλητική ενικού του καρεκλάδικος (αρσενικό)
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του καρεκλάδικος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καρεκλάδικου ουδέτερο