καρεκλάδικου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καρεκλάδικου
- κλητική ενικού του καρεκλάδικος (αρσενικό)
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του καρεκλάδικος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
καρεκλάδικου ουδέτερο
- γενική ενικού του καρεκλάδικο