Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρεκλάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καρεκλάδικ
ο
τα
καρεκλάδικ
α
γενική
του
καρεκλάδικ
ου
των
καρεκλάδικ
ων
αιτιατική
το
καρεκλάδικ
ο
τα
καρεκλάδικ
α
κλητική
καρεκλάδικ
ο
καρεκλάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρεκλάδικο
<
καρεκλ(άς)
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρεκλάδικο
ουδέτερο
το
μαγαζί
του
καρεκλά
(
αργκό
,
μουσική
) τραγούδι ή σύνθεση της μουσικής
ντίσκο
≈
συνώνυμα
:
γκεράπικο
/
γκιράπικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρεκλάδικο (κατάστημα)