Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η καρδιολόγος οι καρδιολόγοι
      γενική του/της καρδιολόγου των καρδιολόγων
    αιτιατική τον/την καρδιολόγο τους/τις καρδιολόγους
     κλητική καρδιολόγε καρδιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρδιολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cardiologue < cardio- + -logue, καρδιο- + -λόγος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρδιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία