καρατερίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρατερίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική caratterista + -ς [1] < χαρακτήρ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾa.teˈɾi.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐κα‐ρα‐τε‐ρί‐στας
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρατερίστας αρσενικό (θηλυκό καρατερίστα)
- (θέατρο) ηθοποιός που εμφανίζεται κυρίως σε ρόλους με συγκεκριμένο χαρακτήρα για τύπους όπως μεθύστακας, αγαθός, κακός, αριστοκράτης, βλάκας κλπ.
- ※ Το πρόσωπό της είχε φουσκώσει, είχε παχύνει ... Φυσικά , δεν ήταν δυνατόν να κάνει πια την ενζενί. Έπαιζε λοιπόν καρατερίστες, κάτι δεύτερους ρόλους (Αλέξης Σταμάτης, Μπαρ Φλωμπέρ, εκδ. Κέδρος, 2000)
Σημειώσεις επεξεργασία
- διαφορετικό το καρατίστας
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρατερίστας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καρατερίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας