Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Καράβι δεμένο με οκτάπλοκο καραβόσχοινο από συνθετική ύλη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραβόσχοινο τα καραβόσχοινα
      γενική του καραβόσχοινου των καραβόσχοινων
    αιτιατική το καραβόσχοινο τα καραβόσχοινα
     κλητική καραβόσχοινο καραβόσχοινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραβόσχοινο < καράβι + σχοινί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραβόσχοινο ουδέτερο

  1. σχοινί που χρησιμοποιείται σε πλοίο, ή καράβι
  2. στον πληθυντικό καραβόσχοινα χαρακτηρίζεται ποικιλία σχοινιών εξαιρετικής αντοχής φορτίου που χρησιμοποιούνται κυρίως σε πλοία, ιστιοφόρα, ναυτικές εγκαταστάσεις, ναυπηγεία κ.λπ.

Συνώνυμα επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία