Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καουμπόικος η καουμπόικη το καουμπόικο
      γενική του καουμπόικου της καουμπόικης του καουμπόικου
    αιτιατική τον καουμπόικο την καουμπόικη το καουμπόικο
     κλητική καουμπόικε καουμπόικη καουμπόικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καουμπόικοι οι καουμπόικες τα καουμπόικα
      γενική των καουμπόικων των καουμπόικων των καουμπόικων
    αιτιατική τους καουμπόικους τις καουμπόικες τα καουμπόικα
     κλητική καουμπόικοι καουμπόικες καουμπόικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καουμπόικος < καουμπόης + -ικος < γαλλική cowboy

  Επίθετο επεξεργασία

καουμπόικος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία