Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανονικό πολυώνυμο < λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κανονικό πολυώνυμο ουδέτερο

  • (μαθηματικά) πολυώνυμο στο οποίο ο συντελεστής της μεγαλύτερης δύναμής του είναι η μονάδα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία