Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανναβούρι τα κανναβούρια
      γενική του κανναβουριού των κανναβουριών
    αιτιατική το κανναβούρι τα κανναβούρια
     κλητική κανναβούρι κανναβούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανναβούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κανναβούριν < αρχαία ελληνική κάνναβ(ις) (+ -ούριον)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.naˈvu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καν‐να‐βού‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανναβούρι ουδέτερο

  1. ο σπόρος του φυτού καννάβι (κάνναβις)
  2. (αργκό, ιδιωματισμός) το χασίς

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία