Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Lytta vesicatoria
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κανθαρίδα οι κανθαρίδες
      γενική της κανθαρίδας των κανθαρίδων
    αιτιατική την κανθαρίδα τις κανθαρίδες
     κλητική κανθαρίδα κανθαρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανθαρίδα < αρχαία ελληνική κανθαρίς / κάνθαρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανθαρίδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία