Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κανακέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κανακεύω
  2. θα κανακέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κανακεύω