καματερός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καματερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καματερός < αρχαία ελληνική καματηρός < κάματος < κάμνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ma.teˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μα‐τε‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
καματερός, -ή, -ό (δημοτική)
- (παρωχημένο) εργατικός
- (παρωχημένο ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καματερή: καθημερινή, εργάσιμη ημέρα
- (παρωχημένο ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καματερό: το βόδι ή άλλο ζώο που το χρησιμοποιούν για όργωμα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κάματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
καματερός
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καματερός, λέξη του 10ου αιώνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καματηρός < κάματος < κάμνω
Πηγές επεξεργασία
- καματερός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].