Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Παλιά διαφήμιση για καλτσόν.

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλτσόν < γαλλική caleçon

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλτσόν ουδέτερο άκλιτο

  • κάλυμμα για τα πόδια, όπως οι κάλτσες, αλλά μονοκόμματο και από λεπτότερο ύφασμα, και που φτάνει έως τη μέση· φοριέται κυρίως από γυναίκες

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • σιγά μη σου σκιτσεί το καλ(τ)σόν: ειρωνική αποστροφή σε κάποιον που υποκρίνεται ότι αγωνίζεται σκληρά με επιμονή και μαχητικότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία