Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλουπατζής οι καλουπατζήδες
      γενική του καλουπατζή των καλουπατζήδων
    αιτιατική τον καλουπατζή τους καλουπατζήδες
     κλητική καλουπατζή καλουπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλουπατζής < καλούπ(ι) + -ατζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλουπατζής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία