καλογερίστικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
καλογερίστικος, -η, -ο
- που έχει κάποιες ιδιότητες όμοιες με αυτές του καλόγερου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλογερίστικος
|
καλογερίστικος, -η, -ο
|