καλλιγραφικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
καλλιγραφικά < καλλιγραφικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
καλλιγραφικά
- με καλλιγραφικό τόπο, με καλλιγραφία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλλιγραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καλλιγραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλλιγραφικό