Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλλιγραφία οι καλλιγραφίες
      γενική της καλλιγραφίας των καλλιγραφιών
    αιτιατική την καλλιγραφία τις καλλιγραφίες
     κλητική καλλιγραφία καλλιγραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλλιγραφία < (ελληνιστική κοινήκαλλιγραφία < αρχαία ελληνική καλλιγραφέω < καλλι- + γράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλλιγραφία θηλυκό

  1. τρόπος γραφής που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη επιμέλεια και καλλιτεχνία
  2. (μεταφορικά) εμμονή σε ανούσιες λεπτομέρειες

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία