Δείτε επίσης: Καλλίπολις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καλλίπολῐς αἱ καλλιπόλεις
      γενική τῆς καλλιπόλεως τῶν καλλιπόλεων
      δοτική τῇ καλλιπόλει ταῖς καλλιπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καλλίπολῐν τὰς καλλιπόλεις
     κλητική ! καλλίπολῐ καλλιπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλλιπόλει
γεν-δοτ τοῖν  καλλιπολέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλλίπολις < καλλί- + -πολις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλλίπολις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία