Δείτε επίσης: Καλλίπολη, καλλίπολις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Καλλίπολῐς αἱ Καλλιπόλεις
      γενική τῆς Καλλιπόλεως τῶν Καλλιπόλεων
      δοτική τῇ Καλλιπόλει ταῖς Καλλιπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Καλλίπολῐν τὰς Καλλιπόλεις
     κλητική ! Καλλίπολῐ Καλλιπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καλλιπόλει
γεν-δοτ τοῖν  Καλλιπολέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλλίπολις < καλλίπολις (όμορφη πόλη) καλλί- + -πολις

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλίπολις θηλυκό

  1. ονομασία πόλεων σε Ιβηρική Χερσόνησο, Ιταλία, Μικρά Ασία και Συρία
    → και δείτε τη λέξη Καλλίπολη
  2. γυναικείο όνομα

  Πηγές επεξεργασία