καλαμαράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλαμαράκι | τα | καλαμαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καλαμαράκι | τα | καλαμαράκια |
κλητική | καλαμαράκι | καλαμαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλαμαράκι < καλαμάρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.la.maˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μα‐ρά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλαμαράκι ουδέτερο