καλέντουλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλέντουλα < νεολατινική calendula < λατινική kalendae
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλέντουλα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καλένδες
καλέντουλα θηλυκό