κακωνυμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακωνυμία < ελληνιστική κοινή κακωνυμία < κακώνυμος < αρχαία ελληνική κακός + ὄνομα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακωνυμία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακωνυμία
|
κακωνυμία θηλυκό
|