Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακτώδης η κακτώδης το κακτώδες
      γενική του κακτώδους της κακτώδους του κακτώδους
    αιτιατική τον κακτώδη την κακτώδη το κακτώδες
     κλητική κακτώδη(ς) κακτώδης κακτώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακτώδεις οι κακτώδεις τα κακτώδη
      γενική των κακτωδών των κακτωδών των κακτωδών
    αιτιατική τους κακτώδεις τις κακτώδεις τα κακτώδη
     κλητική κακτώδεις κακτώδεις κακτώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακτώδης < κάκτος + -ώδης < νεολατινική cactus < λατινική cactus < λατινική κάκτος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cactacées)

  Επίθετο επεξεργασία

κακτώδης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία