Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοσυνηθίζω < κακός + -ο- + συνηθίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ko.si.niˈθi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

κακοσυνηθίζω

  1. (αμετάβατο) κακομαθαίνω, γίνομαι κακομαθημένος
  2. (μεταβατικό) κακομαθαίνω, κάνω κάποιον κακομαθημένο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία