κακοθάνατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοθάνατος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κακοθάνατος[1] < κακό- + θάνατος
Επίθετο επεξεργασία
κακοθάνατος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο, ιδιωματικό) που έχει άθλιο ή ελεεινό θάνατο·[2] που η ζωή του έχει κακό, άσχημο τέλος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοθάνατος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κακοθάνατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «Κακοθάνατος», στο: Νικόλαος Γ. Πεταλάς, Θηραϊκής γης γλωσσολογικής ύλης τεύχος Α’: Iδιωτικόν της θηραϊκής γλώσσης (Αθήνα: Τύποις Νικήτα Γ. Πάσσαρη, 1876), σσ. 71-72. Στο Google books· πρόσβαση: 2021-12-09.