κακοβάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
κακοβάζω και κακοβάνω
- (κυριολεκτικά) βάζω κάτι σε κακή θέση
- (μεταφορικά) σκέφτομαι ότι μια υπόθεση μπορεί να έχει κακή τροπή
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοβάζω
|