καθυστερούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθυστερούμενος < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καθυστερώ
Μετοχή επεξεργασία
καθυστερούμενος -η -ο
- αυτός που τον έχουν καθυστερήσει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθυστερούμενος
|