καθορώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθοράω / καθορῶ < (κατά) καθ- + ὁράω / ὁρῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θο‐ρώ
- παλιότερος συλλαβισμός : καθ‐ο‐ρώ
Ρήμα επεξεργασία
καθορώ
- (λόγιο) → δείτε 'καθαρεύουσα: καθορῶ: βλέπω καθαρά, αντιλαμβάνομαι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθορώ
|
Πηγές επεξεργασία
- «καθορῶ» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .