καθολικό κλείστρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθολικό κλείστρο < καθολικό + κλείστρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική global shutter)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
καθολικό κλείστρο ουδέτερο
- (φωτογραφία) είδος κλείστρου φωτογραφικής μηχανής που ανοίγει και κλείνει ταυτόχρονα σε ολόκληρο τον αισθητήρα εικόνας (κι όχι σταδιακά από πάνω προς τα κάτω, δημιουργώντας παραμόρφωση όταν η μηχανή ή το θέμα κινούνται γρήγορα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθολικό κλείστρο