Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις καθολικός και αναζήτηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική global search

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

καθολική αναζήτηση

  • (πληροφορική, κανονικές εκφράσεις) η αναζήτηση όλων των εμφανίσεων μιας έκφρασης ή ενός συμβόλου μέσα σ' ένα κείμενο (σε μια συμβολοσειρά) σε αντίθεση με την απλή αναζήτηση που βρίσκει μόνο την πρώτη εμφάνιση
    Συνήθως στις αντίστοιχες εντολές ενεργοποιείται με την χρήση του γράμματος g

  Μεταφράσεις επεξεργασία