Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθησυχαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Παράγωγα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καθησυχαστικ
ός
η
καθησυχαστικ
ή
το
καθησυχαστικ
ό
γενική
του
καθησυχαστικ
ού
της
καθησυχαστικ
ής
του
καθησυχαστικ
ού
αιτιατική
τον
καθησυχαστικ
ό
την
καθησυχαστικ
ή
το
καθησυχαστικ
ό
κλητική
καθησυχαστικ
έ
καθησυχαστικ
ή
καθησυχαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καθησυχαστικ
οί
οι
καθησυχαστικ
ές
τα
καθησυχαστικ
ά
γενική
των
καθησυχαστικ
ών
των
καθησυχαστικ
ών
των
καθησυχαστικ
ών
αιτιατική
τους
καθησυχαστικ
ούς
τις
καθησυχαστικ
ές
τα
καθησυχαστικ
ά
κλητική
καθησυχαστικ
οί
καθησυχαστικ
ές
καθησυχαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθησυχαστικός
<
καθησυχάζω
Επίθετο
επεξεργασία
καθησυχαστικός -ή -ό
που προσπαθεί να
καθησυχάσει
καθησυχαστικά
λόγια
Παράγωγα
επεξεργασία
καθησυχαστικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθησυχαστικός
γαλλικά
:
rassurant
(fr)