καθαρόαιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
καθαρόαιμος, -η, -ο
- προερχόμενος από είδος που δεν προέκυψε από διασταύρωση ειδών
- Αυτό είναι καθαρόαιμο αραβικό άλογο, για αυτό η χαίτη του έχει τέτοια λάμψη.
καθαρόαιμος, -η, -ο