καθαρτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθαρτήρας < ελληνιστική κοινή καθαρτήρ < αρχαία ελληνική καθαίρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθαρτήρας αρσενικό
- όργανο με το οποίο καθαρίζουμε την κάννη ενός όπλου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθαρτήρας
|