καθέλκω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθέλκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθέλκω. Συγχρονικά αναλύεται σε (κατά) καθ- + έλκω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈθel.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θέλ‐κω
Ρήμα επεξεργασία
καθέλκω, πρτ.: καθείλκα, αόρ.: καθείλξα, παθ.φωνή: καθέλκομαι, π.αόρ.: -
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθέλκω
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
καθέλκω
Πηγές επεξεργασία
- καθέλκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθέλκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.