καίρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καίρια < καίριος
Επίρρημα επεξεργασία
καίρια
- την κατάλληλη στιγμή
- με κρίσιμη σημασία, καθοριστικά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καίρια
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καίρια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του καίριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καίριο
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καίρια < καίριος
Ουσιαστικό επεξεργασία
καίρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι ευκαιρίες