Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο κίτρινος τύπος
      γενική του κίτρινου τύπου
    αιτιατική τον κίτρινο τύπο
     κλητική κίτρινε τύπε
Ο πληθυντικός «κίτρινοι τύποι» δεν συνηθίζεται.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κίτρινος τύπος < κίτρινος & τύπος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική yellow press

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κίτρινος τύπος αρσενικό στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία