κήδομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κήδομαι < → δείτε τη λέξη κήδω
Ρήμα επεξεργασία
κήδομαι ενεργητικός τύπος κήδω μόνο στον ποιητικό λόγο
- μεριμνώ, φροντίζω, προσεγγίζω κάποιον/κάτι με έκδηλο ενδιαφέρον, φροντίδα, επιμέλεια
- ※ εἵλετο (επέλεξε) γάρ δὴ τοῖς ἀνθρώποις βοηθεῖν ἀντί τοῦ ἑαυτοῦ κήδεσθαι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κήδω