μεριμνώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεριμνώ < αρχαία ελληνική μεριμνάω < από τη ρίζα -μερ και -μαρ
Ρήμα επεξεργασία
μεριμνώ
- φροντίζω, ανησυχώ, σκέφτομαι σοβαρά, εξετάζω λεπτομερώς, επιμελούμαι, προνοώ
- Μερίμνησε για το μέλλον των παιδιών του.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεριμνώ