Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεριμνώ < αρχαία ελληνική μεριμνάω < από τη ρίζα -μερ και -μαρ

  Ρήμα επεξεργασία

μεριμνώ

  1. φροντίζω, ανησυχώ, σκέφτομαι σοβαρά, εξετάζω λεπτομερώς, επιμελούμαι, προνοώ
    Μερίμνησε για το μέλλον των παιδιών του.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία