Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κέρκουρος οι κέρκουροι
      γενική του κερκούρου των κερκούρων
    αιτιατική τον κέρκουρο τους κερκούρους
     κλητική κέρκουρε κέρκουροι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέρκουρος < αρχαία ελληνική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κέρκουρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κέρκουρος οἱ κέρκουροι
      γενική τοῦ κερκούρου τῶν κερκούρων
      δοτική τῷ κερκούρ τοῖς κερκούροις
    αιτιατική τὸν κέρκουρον τοὺς κερκούρους
     κλητική ! κέρκουρε κέρκουροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κερκούρω
γεν-δοτ τοῖν  κερκούροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέρκουρος < πιθανόν απόδοση ξένης λέξης, ίσως σημιτικής προέλευσης κέρκος + οὐρά + -ος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κέρκουρος αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) ελαφρύ σκάφος ιδίως των Κυπρίων
    ※  Αἰγυπτίων δὲ ἐστρατήγεε Ἀχαιμένης Ξέρξεω ἐὼν ἀπ᾽ ἀμφοτέρων ἀδελφεός, τῆς δὲ ἄλλης στρατιῆς ἐστρατήγεον οἱ δύο. τριηκόντεροι δὲ καὶ πεντηκόντεροι καὶ κέρκουροι καὶ ἱππαγωγὰ πλοῖα μακρὰ συνελθόντα ἐς τὸν ἀριθμὸν ἐφάνη τρισχίλια. (Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια).97.1)
    ※  ἐφόλκια δ᾽ ἦσαν αὐτῇ τὸ μὲν πρῶτον κέρκουρος τρισχίλια τάλαντα δέχεσθαι δυνάμενος: πᾶς δ᾽ ἦν οὗτος ἐπίκωπος. μεθ᾽ ὃν χίλια πεντακόσια βαστάζουσαι ἁλιάδες τε καὶ σκάφαι πλείους (Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 5.208e)
  2. (ιχθυολογία) είδος ψαριού

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)

  Πηγές επεξεργασία