κέρβερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κέρβερος < αρχαία ελληνική Κέρβερος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈceɾ.ve.ɾos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κέρβερος αρσενικό
- ο άγρυπνος και άγριος επιτηρητής ενός τόπου
Δείτε επίσης : Κέρβερος |
κέρβερος αρσενικό