κάταγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάταγμα < αρχαία ελληνική κάταγμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.taɣ.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάταγμα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάταγμα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
κάταγμα <
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάταγμα ουδέτερο (ιωνικός τύπος : κάτηγμα, μεταγενέστερα κατέαγμα)