Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάσαρο τα κάσαρα
      γενική του κάσαρου των κάσαρων
    αιτιατική το κάσαρο τα κάσαρα
     κλητική κάσαρο κάσαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάσαρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassero με τροπή [e] > [a] και απλοποίηση των δύο [ss]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάσαρο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία