Δείτε επίσης: καρτέρι, καρτερία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάρτερ < από το όνομα του εφευρέτη του J. Harrison Carter

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάρτερ ουδέτερο άκλιτο

  1. προστατευτικό περίβλημα μηχανής εσωτερικής καύσης
  2. (συνεκδοχικά) δοχείο λαδιού λίπανσης ενός κινητήρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία