κάρτερ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάρτερ < από το όνομα του εφευρέτη του J. Harrison Carter
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάρτερ ουδέτερο άκλιτο
- προστατευτικό περίβλημα μηχανής εσωτερικής καύσης
- (συνεκδοχικά) δοχείο λαδιού λίπανσης ενός κινητήρα