κάμπους
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάμπους ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάμπους
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
κάμπους αρσενικό
κάμπους ουδέτερο άκλιτο
|
κάμπους αρσενικό