Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάθαρση οι καθάρσεις
      γενική της κάθαρσης* των καθάρσεων
    αιτιατική την κάθαρση τις καθάρσεις
     κλητική κάθαρση καθάρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθάρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάθαρση < αρχαία ελληνική κάθαρσις < καθαίρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.θaɾ.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάθαρση θηλυκό

  1. η απαλλαγή από το μίασμα της αμαρτίας, που γίνεται συνήθως με τελετουργικό τρόπο
  2. (φιλολογία) ο εξαγνισμός, η λύτρωση από τη συναισθηματική ένταση που νιώθει ο θεατής ενός τραγικού έργου, όταν, με την λύση του δράματος, αποκαθίσταται η έννομη και η ηθική τάξη
  3. (ψυχολογία) η θεραπεία μιας νοσηρής κατάστασης ψυχικού χαρακτήρα, κυρίως όταν ο ασθενής ανακαλεί στη μνήμη του το γεγονός που την προκάλεσε

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη καθαίρω

  Μεταφράσεις επεξεργασία